- πληγῶν
- πλήξfem gen plπληγήblowfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύθρο — (Lythrum). Γένος φυτών της οικογένειας των λυθριδών, που αριθμεί περίπου 25 είδη. Πρόκειται για πόες με τετραγωνικό βλαστό και γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι ρόδινα, κόκκινα ή λευκά. Είναι ωραίο διακοσμητικό φυτό και σχηματίζει… … Dictionary of Greek
ROTAE supplicium — apud Graecos iam olim in usu, Suidae Ο῎ργανον fuit βαςανιςτήριον καὶ διατεῖνον τὰ σώματα, instrumentum hominibus excruciandis inventum, corpora distendens. Et alibi ξύλινόν τι, εν ᾧ δεςμούμενοι οἱ οἰκέται ἐκολάζοντο, lignum quoddam, in quo servi… … Hofmann J. Lexicon universale
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
επιθηλιοποίηση — η (ιστολ.) ο σχηματισμός επιθηλιακού ιστού και ειδικά η κάλυψη τού συνδετικού ιστού με επιθηλιακή στιβάδα κατά την επούλωση πληγών … Dictionary of Greek
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek
ιατροκαύτης — ἰατροκαύτης, ὁ (Α) ειδικός γιατρός που εφάρμοζε στη θεραπεία πληγών ή ασθενειών τη μέθοδο τής καυτηρίασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + καύτης (< καίω)] … Dictionary of Greek
κάκαδο — και κάρκαδο και κάκανο, το 1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών 2. ξηραμένη λέμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή τού δ σε ν . Κατ… … Dictionary of Greek